- βαραθρώνω
- -ωσα, βαραθρωμένος, ρίχνω στο βάραθρο, καταστρέφω: Η αύξηση της τιμής τουπετρελαίου θα βαραθρώσει την οικονομία πολλών χωρών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαραθρώνω — βαραθρώνω, βαράθρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αβαράθρωτος — η, ο [βαραθρώνω] 1. αυτός που δεν γκρεμίστηκε σε βάραθρο 2. αυτός που δεν καταστράφηκε, δεν έπαθε μεγάλη ζημιά (απώλεια περιουσίας κ.ά.) … Dictionary of Greek